- κατακάρδια
- κατακάρδιοςinneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακάρδιος — κατακάρδιος, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στην καρδιά («κατακάρδιος πληγή») μσν. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδια εγκάρδια 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιον κλάδος τής μουριάς στραμμένος προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από… … Dictionary of Greek